- ὀδοντοτύραννος
- ὀδοντο-τύραννος [pron. full] [ῠ], ὁ, a large animal, prob.A crocodile, in the Indus or Ganges, Ps.-Callisth.3.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οδοντοτύραννος — ὀδοντοτύραννος, ὁ (Α) ζώο μεγάλου μεγέθους, πιθ. κροκόδειλος, το οποίο ζούσε στον Ινδό ή στον Γάγγη ποταμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + τύραννος] … Dictionary of Greek
ὀδοντοτύραννος — crocodile masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀδοντοτύραννον — ὀδοντοτύραννος crocodile masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek
ԲՌՆԱԺԱՆԻ — (նւոյ, նեաց.) NBH 1 515 Chronological Sequence: Unknown date, 10c ա.գ. ὁδοντοτύραννος odontotyrannus Ոյր բուռն են ժանիք. եւ առանձինն՝ Գազան միեղջիւր՝ մեծ քան զփիղ. *Այրն ցանկալի՝ արհամարհօղ գազանաց բռնաժանեաց. Թէոփիլ. պհ.: *Հասեալ անդր գազանի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)